εκπολιορκώ

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκπολιορκῶ)
1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία
αρχ.
1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει
2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι.