Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(-έω) (AM ἐκπολιορκῶ)
1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία
αρχ.
1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει
2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι.