εκτιναγμός

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐκτιναγμός)
1. εκτίναξη, εξακόντιση, εκσφενδόνιση
2. καθάρισμα του σιταριού με λίχνισμα.