ελαιοδόχος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
-ο και ελαιοδόκος, -ο (AM ἐλαιοδόχος, -ον και ἐλαιοδόκος, -ον)
(για δοχείο) αυτός στον οποίο τοποθετείται μόνο λάδι, προορισμένος για λάδι.