ελαιοδόχος

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source

Greek Monolingual

-ο και ελαιοδόκος, -ο (AM ἐλαιοδόχος, -ον και ἐλαιοδόκος, -ον)
(για δοχείο) αυτός στον οποίο τοποθετείται μόνο λάδι, προορισμένος για λάδι.