ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow
ο (AM ἐλαιοτρίπτης)εργάτης που εργάζεται σε ελαιοτριβείο, λιοτριβιάρης ή λιτρουβιάρης ή λιτριβάρης.