ελεήμων

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-ον και ελεήμονας, ο (AM ἐλεήμων, -ον)
1. αυτός που αισθάνεται έλεος, οίκτο για όσους πάσχουν ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση
2. εκείνος που παρέχει ελεημοσύνη σε φτωχούς ή πάσχοντες.