ελεεινολογώ

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο
2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό
αρχ.-μσν.
διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.