ελελεύ

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α)
επιφών.
1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη της μάχης
2. κραυγή πόνου
3. αλαλαγμός χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ. αλαλά, ολολύζω)].