ελικοφόρος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

-ο (Μ ἑλικοφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες
2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο
πλοίο που κινείται με έλικες
3. χαραγμένος με έλικες
μσν.
(για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες.