ελλανόδικος

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-η και -ος, -ο
φρ. «ελλανόδικος επιτροπή» — η επιτροπή της οποίας τα μέλη εποπτεύουν τους αγώνες και τη διεξαγωγή τους, κρίνουν τους αθλητές και αναγορεύουν τους νικητές.