ελλός

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

(I)
ἑλλός και ἐλλός, ο (Α)
ελαφάκι, νεβρός.
(II)
ἐλλός, -ή, -όν (Α)
έλλοψ.