εμβρυουλκός

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυουλκός)
μαιευτικό εργαλείο με το οποίο πιάνουν το κεφάλι του εμβρύου και το τραβούν προς τα έξω σε περιπτώσεις δύσκολου τοκετού.