ἐμβρυουλκός
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
ὁ, (ἕλκω) crochet, hook, Sor.2.61, Gal.19.97.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
medic. embriulco, gancho para extraer el feto muerto, Philum. en Aët.16.23, Gal.19.97, Paul.Aeg.6.74.2, Anon.Med.Ferr.282.
German (Pape)
[Seite 807] ὁ, die Entbindungszange, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρυουλκός: ὁ, (ἕλκω) ἐργαλεῖον μαιευτικὸν πρὸς ἐξέλκυσιν ἐμβρύου, Γαλην. Γλωσσ. 466 ἐν λ. ἑλκυστήρ.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμβρυουλκός)
μαιευτικό εργαλείο με το οποίο πιάνουν το κεφάλι του εμβρύου και το τραβούν προς τα έξω σε περιπτώσεις δύσκολου τοκετού.