κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
ἐμμείγνυμι και ἐμμίγνυμι (Α)1. ανακατώνω μέσα σε κάτι2. (για πρόσ.) συναντώ.