εμπαίζω

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμπαίζω)
1. περιπαίζω, περιγελώ
2. απατώ, ξεγελώ («τον εμπαίζει με υποσχέσεις»)
αρχ.
1. παίζω, διασκεδάζω
2. κάνω ερωτικά παιχνίδια με γυναίκα.