εμπειροπόλεμος

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμπειροπόλεμος, -ον)
αυτός που έχει πείρα της στρατιωτικής ζωής και της τεχνικής τών μαχών.