οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
ενάγων, ενάγουσα, ενάγον, στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτήςβλ. ενάγω.