εναγόμενος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
εναγόμενος, εναγόμενη, εναγόμενον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του.
βλ. ενάγω.