εννεαδάκτυλος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐννεαδάκτυλος, -ον)
1. αυτός που έχει εννέα δάκτυλα
2. ζωολ. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα εννεαδάκτυλα
ζώα που έχουν εννέα δάκτυλα ή εννέα δακτυλοειδή προσαρτήματα.