ενοποιώ

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

(AM ενοποιῶ, -έω) ἑνοποιός
συνάπτω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα συνενώνω.