ενσάρκωση
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
η (AM ἐνσάρκωσις) σάρκωσις
η ενανθρώπηση του Χριστού
νεοελλ.
η υλική εμφάνιση μιας ιδέας («είναι ενσάρκωση της αρετής»).