εντρεχής

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source

Greek Monolingual

ἐντρεχής, -ές (AM)
1. ικανός, επιδέξιος, γοργός, οξύνους, έτοιμος για κάτι («ὅς ἄν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεχές
η εντρέχεια.
επίρρ...
έντρεχώς
με επιδέξιο τρόπο, γοργά.