ενόν
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
Greek Monolingual
το (AM ἐνόν)
(ουδ. μτχ. του ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.)
1. δυνατόν («κατά το ενόν»)
2. στον πληθ. τα ενόντα
τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα)
αρχ.
τὰ ἐνόντα
1. φορτίο ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι», Πλάτ.)
2. όσα είναι δυνατά («κατιδὼν τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῖν», Ισοκρ.).