εξαέρωση

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

η (AM ἐξαέρωσις) εξαερώ
μετατροπή στερεού ή υγρού σε αέριο, η εξάτμιση.