εξαγωγός

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἐξαγωγός) εξάγω
νεοελλ.
εξαγωγέας
αρχ.
οχετός για την αποχέτευση υδάτων.