ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ο (θηλ. εξηκοντούτις) (AM ἑξηκοντούτης, -ες)ηλικίας εξήντα ετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + -ετής, με συναίρεση].