εξηκοστός

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑξηκοστός, -ή, -όν, Α και ἐξήκοιστος)
1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν)
καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή
δασμός ενός εξηκοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκο-ντα + -στός, πρβλ. εκατοστός].