εξηντάρης

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξηντάρα) εξήντα
ηλικίας εξήντα ετών.