εξοικείωση
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η (AM ἐξοικείωσις) εξοικειώνω
το να καταστεί κάποιος οικείος ή κάτι οικείο με κάτι άλλο, ο εθισμός.