εξοικειώνω
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
(AM ἐξοικειῶ, -όω)
καθιστώ κάποιον οικείο με κάποιον άλλο ή με κάτι, τον συνηθίζω σε κάτι («εξοικειώθηκε γρήγορα με τα ήθη του τόπου»)
αρχ.-μσν.
1. μέσ. γίνομαι φίλος, συμφιλιώνομαι («κολακευόντων ὁμόρους... καὶ ἅμα ἐξοικειουμένων», Στράβ.)
2. επαναφέρω κάτι στην αρχική του μορφή
3. διαφοροποιώ, αλλοτριώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικειώ (< οικείος < οίκος)].