Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(AM ἐξορκίζω) έξορκος
1. παρακαλώ κάποιον να ορκιστεί σε κάτι ιερό
2. απομακρύνω πονηρά πνεύματα
3. ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι («σέ εξορκίζω στην ψυχή του πατέρα σου»).