εξωγενής

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που προκαλείται από εξωτερικά αίτια
2. εκείνος που βρίσκεται προς τα έξω («εξωγενές ριζίδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θεόδωρο Γ. Ορφανίδη].