εξόμφαλος

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξόμφαλος, -ον)
1. εκείνος, του οποίου προεξέχει ο ομφαλός
2. το αρσ. ως ουσ.ἐξόμφαλος
ο ομφαλός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομφαλός].