εξόρυξη

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

η (AM ἐξόρυξις) εξορύσσω
1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος
2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωση
νεοελλ.
η χειρουργική αφαίρεση του οφθαλμικού βολβού.