εξώδερμα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

το
1. το καλυπτήριο σύστημα του γαστριδίου από το οποίο δημιουργούνται το περιφερειακό και το νευρικό σύστημα, τα αισθητήρια όργανα, το δέρμα και τα παράγωγα του
2. εξωτερικό περίβλημα
3. (ως επίρρ.) εξώδερμα και ξώδερμα
στην επιφάνεια του δέρματος («τον πήρε η πέτρα ξώδερμα»).