εξώπορτα

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

και ξώπορτα, η (Μ ἐξώπορτα)
η θύρα της εξωτερικής εισόδου του σπιτιού
μσν.
η είσοδος (χωρίς κιγκλίδωμα) στον περίβολο του σπιτιού.