εξώπορτα
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
και ξώπορτα, η (Μ ἐξώπορτα)
η θύρα της εξωτερικής εισόδου του σπιτιού
μσν.
η είσοδος (χωρίς κιγκλίδωμα) στον περίβολο του σπιτιού.