επάχθομαι

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτιἥδομαι τοῖσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].