επίγονος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
-ο (AM ἐπίγονος, -ον)
απόγονος, διάδοχος, κληρονόμος («μενεῖ κτέανά τ' ἐπιγόνοις», Αισχ.)
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε μετά από άλλο (ειδ. για διδύμους)
2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον επίδοξο κληρονόμο («ἐὰν δέ τισιν... πλείους ἐπίγονοι γίγνωνται», Πλάτ.)
3. σώμα νεαρών βαρβάρων στον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου
4. αυτός που γεννήθηκε από δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γόνος (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. -γεν-].