επίγραφος

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

ἐπίγραφος, -ον (Μ)
1. αυτός που φέρει επιγραφή ή υπογραφή
2. τιτλοφορημένος.