επαινετός

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπαινετός, -ή, -όν)
1. αυτός που αξίζει έπαινο, αξιέπαινος
2. παινεμένος, ξακουστός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαινετόν
αντικείμενο επαίνου (Αριστοτ.).