ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω)ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτωμσν.-αρχ.1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.).