επαρχεύω

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) έπαρχος
είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχου
μσν.
αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου.