επερώτηση

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπερώτησις) επερωτώ
ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος
νεοελλ.
γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών του κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή της κυβερνήσεως συνολικά
μσν.
σύμβαση η οποία δημιουργούσε υποχρεώσεις μόνο για τον ερωτώμενο (:spondes, ομολογείς;).