καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
ἐπετειόκαρπος, -ον (Α)αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καρπός].