Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
ἐπιβρέχω (AM)1. βρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια2. ρίχνω σαν βροχήαρχ.απρόσ. ἐπιβρέχειβρέχει.