Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιγλωττίδα

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

η (AM ἐπιγλωττίς
Α και ἐπιγλωσσίς)
λεπτός χόνδρος που φράζει τον λάρυγγα κατά την κατάποση
αρχ.
πληθ. αἱ ἐπιγλωττίδες
οι φωνητικές χορδές.