επιθυμιώ

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

ἐπιθυμιῶ, -άω (Α)
θυμιάζω, θυμιατίζω κατόπιν ή πάνω σε κάτιὅταν... πλουσίως οὕτως ἐπιθυμιάσεις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμιώ «καίω, θυμιάζω»].