επιθυμιώ

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ἐπιθυμιῶ, -άω (Α)
θυμιάζω, θυμιατίζω κατόπιν ή πάνω σε κάτιὅταν... πλουσίως οὕτως ἐπιθυμιάσεις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμιώ «καίω, θυμιάζω»].