κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἐπιθυμιῶ, -άω (Α)θυμιάζω, θυμιατίζω κατόπιν ή πάνω σε κάτι («ὅταν... πλουσίως οὕτως ἐπιθυμιάσεις», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμιώ «καίω, θυμιάζω»].